Η κλινική εικόνα και πορεία αυτής της Διαταραχής την κατατάσσει χωρίς καμιά δυσκολία στις αναπτυξιακές Διαταραχές. Θα αναφερθεί παρακάτω με κάποιες λεπτομέρειες γιατί αποτελεί ένα συχνό πρόβλημα που αντιμετωπίζεται ιδιαίτερα στο σχολείο.
Η ADHD χαρακτηρίζεται από ένα επίμονο σχήμα απροσεξίας ή/και υπερκινητικότητας-παρορμητικότητας, δυσπροσαρμοστικό και ασυνεπή με το αναπτυξιακό επίπεδο, που επιμένει για τουλάχιστον 6 μήνες. Η απροσεξία εκδηλώνεται με αποτυχία να συγκεντρώσει ή να διατηρήσει την προσοχή σε λεπτομέρειες με αποτέλεσμα τα λάθη, φαίνεται σαν να μην ακούει όταν του μιλάνε, δυσκολεύεται να οργανώσει τη δραστηριότητα του ή να ακολουθήσει οδηγίες μέχρι τέλους και συχνά δεν την τελειώνει, αποφεύγει να εμπλακεί σε δουλειές που απαιτούν συνεχή προσπάθεια, συχνά χάνει αντικείμενα ή ξεχνά καθημερινές δραστηριότητες και η προσοχή του διασπάται εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα. Η υπερκινητικότητα εκδηλώνεται με συχνή νευρική κίνηση των άκρων ή του σώματος, σηκώνεται από τη θέση του στην τάξη, τρέχει αδιάκοπα εδώ κι εκεί και σκαρφαλώνει (οι έφηβοι έχουν αντίστοιχα ένα υποκειμενικό αίσθημα ανησυχίας), δυσκολεύεται να παίζει ήσυχα, κινείται διαρκώς και μιλά υπερβολικά. Η παρορμητικότητα εκδηλώνεται με το να απαντά συχνά απερίσκεπτα πριν τελειώσει η ερώτηση, δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του και με το να διακόπτει ή ενοχλεί τους άλλους παρεμβαίνοντας διαρκώς.
Μερικά από αυτά τα συμπτώματα πρέπει να υπήρχαν πριν τα 7 έτη και η έκπτωση λόγω των συμπτωμάτων πρέπει να είναι παρούσα σε δυο τουλάχιστον πλαίσια λ.χ σχολείο και σπίτι. Ο συνδυασμός των συμπτωμάτων ποικίλλει και άλλοτε υπερισχύουν στην κλινική εικόνα αυτά της ελαττωματικής προσοχής και άλλοτε της υπερκινητικότητας.
Επιδημιολογία Η συχνότητα της διαταραχής υπολογίζεται στο 3-5% των παιδιών της σχολικής ηλικίας, με σαφή επικράτηση των αγοριών 4-9 : 1.
Πορεία είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεθεί η διάγνωση σε παιδιά <4-5 χρονών γιατί τα συμπτώματα απροσεξίας είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν. Όμως τα βρέφη που αργότερα θα διαγνωστούν ως ADHD είναι συνήθως ανήσυχα, με προβλήματα φαγητού και ύπνου, με γρήγορη κινητική εξέλιξη αλλά καθυστέρηση στον έλεγχο των σφιγκτήρων και την πρόσκτηση της γλώσσας. Στην προσχολική ηλικία είναι πολύ αλλά άσκοπα ενεργητικά, δεν μπορούν να ασχοληθούν με το ίδιο πράγμα πολύ, έχουν συχνά ατυχήματα λόγω της παρορμητικότητας τους, κοιμούνται λιγότερο, θυμώνουν πιο εύκολα και ενδιαφέρονται ελάχιστα για τα αισθήματα των άλλων. Οι συμπεριφορές τους έχουν σαν αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από ομαδικά παιχνίδια και δραστηριότητες. Στη μέση παιδική ηλικία έχουν προβλήματα στο σχολείο, η ψυχική τους διάθεση αλλάζει ξαφνικά, δεν πειθαρχούν σε κανόνα ή πρόσωπο, απορρίπτονται από τους συνομήλικους και κάνουν παρέες με μικρότερα παιδιά που τα ελέγχουν. Στην εφηβεία τα συμπτώματα της υπερκινητικότητας συνήθως αμβλύνονται σε ένα υποκειμενικό συναίσθημα ανησυχίας και σε fighting, αλλά όχι και η απροσεξία και η παρορμητικότητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα συμπτώματα υφίενται, σε άλλοτε άλλο βαθμό, με την είσοδο στην ενήλικη ζωή. Όμως παραμένουν κάποια δευτερογενή προβλήματα. Έχοντας διαμορφώσει μια πολύ κακή εικόνα του εαυτού τους, εξαιτίας των χρόνιων σχολικών, διαπροσωπικών και κοινωνικών προβλημάτων, εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς.
Συνοδά προβλήματα Αυτά ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω. Η κακή επίδοση στο σχολείο είναι ένα κοινό στοιχείο των παιδιών με ADHD παρά το ότι έχουν συνήθως φυσιολογική νοημοσύνη. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην αδυναμία τους να συγκεντρωθούν στο μάθημα αλλά και στο ότι ένα σημαντικό ποσοστό (>20%) έχει συγκεκριμένη μαθησιακή δυσκολία που εμποδίζει την επεξεργασία των πληροφοριών όπως δυσκολία στην ακουστική μνήμη και διάκριση, καθώς και στην οπτικο-κινητική αντίληψη και συντονισμό, ή και δυσλεξία. Ένα ποσοστό εμφανίζει αδεξιότητα και προβλήματα στο συντονισμό των κινήσεων.
Η σχέση της ADHD με την διαταραχή Tourette (κινητικά και φωνητικά τικ) είναι εμφανής από το ότι 2% των παιδιών με ADHD έχει Tourette (αντί 5 στους 10000 του υπολοίπου πληθυσμού) και περίπου οι μισοί με Tourette έχουν ADHD. Περίπου τα μισά παιδιά με ADHD εμφανίζουν συμπεριφορές του φάσματος της εναντιωματικής διαταραχής και της διαταραχής διαγωγής. Επίσης εμφανίζουν σε ψηλότερα ποσοστά διαταραχές της διάθεσης και αγχώδεις διαταραχές.
Η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική. Οι περισσότερες υποθέσεις επικεντρώνουν σε λειτουργικές ανωμαλίες του εγκεφάλου, συγγενείς ή επίκτητες, ενώ άλλες αναγνωρίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση. Η γενετική επιβάρυνση φαίνεται από το ότι οι συγγενείς πρώτου βαθμού των παιδιών με ADHD έχουν 4-5 φορές πιο μεγάλη πιθανότητα να έχουν κι αυτοί ADHD.
Οι παράγοντες αυτοί πρέπει να αλληλεπιδρούν και να προστίθενται προκειμένου να εμφανιστεί η διαταραχή. Επιπλέον οι συνθήκες και οι απαιτήσεις των σημερινών αστικοποιημένων κοινωνιών μειώνουν τον ουδό χαρακτηρισμού μιας συμπεριφοράς ως εντασσόμενη στα πλαίσια ADHD.
Θεραπεία αρχικά πρέπει να εκτιμήσουμε την ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος. Πρώτα μέτρα είναι η συμβουλευτική των γονέων και του σχολείου που μπορούν να αποβούν αρκετά. Περιλαμβάνονται η ενημέρωση των γονέων και των δασκάλων για τη φύση της διαταραχής, η παροχή συμβουλών για την αντιμετώπιση της διαταρακτικής συμπεριφοράς, η ειδική ενισχυτική διδασκαλία αφού εκτιμηθούν οι δυνατότητες και τα ελλείμματα του παιδιού. Το παιδί ενθαρρύνεται να συμμετάσχει σε αθλήματα τόσο (και πρώτα) ατομικά όπως το κολύμπι και ο στίβος όσο και (αργότερα) ομαδικά. Τα ατομικά βοηθούν τον έλεγχο της παρορμητικότητας και προάγουν την αυτοπειθαρχία και την αυτοπεποίθηση, ενώ τα ομαδικά προάγουν την κοινωνικοποίηση, τις ικανότητες για συνεργασία και την αποδοχή από τους συνομηλίκους.
Η ατομική ψυχοθεραπεία είναι πολλές φορές απαραίτητη γιατί τα παιδιά αυτά, ιδιαίτερα τα μεγαλύτερα, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μοναξιά, θυμό που δεν εκδηλώνεται, κατάθλιψη.
Αποτελεσματικές έχουν αποδειχθεί και οι γνωσιακές-συμπεριφορικές τεχνικές που απευθύνονται τόσο στον έφηβο ή το παιδί όσο και τους γονείς του. Περιλαμβάνουν τεχνικές επίλυσης προβλημάτων, απόκτησης κοινωνικών δεξιοτήτων, αυτοελέγχου, χαλάρωσης κ.α. μπορούν να γίνουν ατομικά ή σε μικρές ομάδες.
Η φαρμακοθεραπεία είναι επίσης αποτελεσματική.