Η δυσλεξία χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
1) Επίκτητη δυσλεξία και
2) Ειδική ή εξελικτική δυσλεξία, η οποία διακρίνεται σε:
v Οπτική δυσλεξία και
v Ακουστική δυσλεξία.
1) Επίκτητη δυσλεξία Η επίκτητη δυσλεξία χαρακτηρίζεται από δυσκολία ή ανικανότητα του ατόμου στην επεξεργασία του γραπτού λόγου. Στις περιπτώσεις όμως, της επίκτητης δυσλεξίας, οι ικανότητες της ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας είχαν πλήρως αποκτηθεί και χάθηκαν ή ελαττώθηκαν εξαιτίας ενός εγκεφαλικού τραυματισμού στην πλευρικο – κροταφική χώρα του αριστερού ημισφαιρίου. (Κ.Δ. Πόρποδα, 1997).
Ο Geschwind (1962), διέκρινε τρεις τύπους επίκτητης δυσλεξίας. Ο πρώτος χαρακτηρίζεται από σοβαρή ανικανότητα στην κατανόηση του προφορικού και γραπτού λόγου και μία δυσκολία στην παραγωγή ορθογραφημένης γραφής. Ο δεύτερος και λιγότερος συνηθισμένος τύπος χαρακτηρίζεται από σαφή ανικανότητα στην ανάγνωση και γραφή. Ο τρίτος τύπος, χαρακτηρίζεται από ανικανότητα στην ανάγνωση, αλλά όχι και τόσο στη γραφή. (Πόρποδας, 1997).
Αναφέρονται όμως και άλλοι τύποι επίκτητης δυσλεξίας(Ellis, 1984), όπως:
Α. Η ΒΑΘΙΑ ΔΥΣΛΕΞΙΑ
Β.Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ
Γ. Η ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ
Δ. Η ΑΜΕΣΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ
Ε. Η ΣΥΛΛΑΒΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΔΥΣΛΕΞΙΑ (Αναστασίου, 1998).
Α. ΒΑΘΙΑ ΔΥΣΛΕΞΙΑ (DEEP DYSLEXIA) Οι ασθενείς με βαθιά δυσλεξία:
v Κάνουν σημασιολογικά λάθη στην ανάγνωση μεμονωμένων λέξεων (π.χ. δέντρα αντί δάσος)
v Κάνουν οπτικά λάθη (π.χ. κατσαρό-κάστανο)
v Κάνουν παράγωγα λάθη (οδηγώ-οδηγός)
v Έχουν δυσκολίες στην ανάγνωση αφηρημένων λέξεων
v Είναι σχεδόν αδύνατη η ανάγνωση ψευδολέξεωνΗ βαθιά δυσλεξία σχετίζεται πάντα με αφασικές διαταραχές. (Lytton&Brust, 1989).
Β. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ (SURFACE DYSLEXIA)
Οι ασθενείς με επιφανειακή δυσλεξία φαίνεται ότι διαβάζουν με τη φωνητική μέθοδο. Μπορούν να διαβάζουν μεγαλόφωνα λέξεις με ομαλή ορθογραφία, ενώ αρκετά καλά διαβάζουν τις ψευδολέξεις.
Δυσκολεύονται όμως:
v Στην ανάγνωση λέξεων με « ανώμαλη» ορθογραφία.
v Η ολική ανάγνωση της λέξης είναι εξασθενημένη, χωρίς να εκλείπει εντελώς.(Carlson,1994, Ellis, 1984).
Γ. ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ ( PHONOLOGICAL DYSLEXIA)
Οι ασθενείς που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, μπορούν να διαβάσουν με την ολική μέθοδο, αλλά δεν μπορούν με την φωνητική μέθοδο.
Συναντούν δυσκολίες:
v Στην φωνολογική ανάλυση των λέξεων.
v Στην ανάγνωση μη οικείων λέξεων και περισσότερο ψευδολέξεων.
Στην φωνολογική δυσλεξία δεν παρατηρούνται σημασιολογικά λάθη, μιας και εικάζεται ότι γίνεται χρήση της στρατηγικής των «οπτικών αναλογικών συγκρίσεων». Σαν αποτέλεσμα όμως είναι πιθανή η εμφάνιση οπτικών λαθών (Carlson, 1994) .
Δ. ΑΜΕΣΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ (DIRECT DYSLEXIA)
Τα άτομα με άμεση δυσλεξία, μπορούν να διαβάζουν μεγαλόφωνα, όμως δεν κατανοούν την σημασία των όσων διαβάζουν. Είναι σε θέση να διαβάσουν απλές μη δύσκολες ορθογραφικά λέξεις, που τους ήταν οικίες πριν την εγκεφαλική βλάβη, δεν μπορούν όμως να διαβάσουν σωστά ψευδολέξεις ή λέξεις ασυνήθεις που πιθανόν δεν ανήκαν πρωτύτερα στο λεξιλόγιο τους. (Carlson, 1994, Lytton&Brust 1989).Οι περιπτώσεις άμεση δυσλεξία είναι εξαιρετικά σπάνιες.
Ε. ΛΕΚΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ Ή ΓΡΑΜΜΑ-ΓΡΑΜΜΑ ΔΥΣΛΕΞΙΑ(WORDFORM OR LETTER-BY LETTER DYSLEXIA)
Τα άτομα αυτά δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τις λέξεις ως σύνολο ή να τις διαβάσουν συλλαβικά. Μπορούν όμως να αναγνωρίζουν ατομικά γράμματα και να διαβάζουν τη λέξη γράμμα- γράμμα, ένα κάθε φορά (δυνατά ή υποφωνητικά), ώστε μετά να προφέρουν τη λέξη ως σύνολο. Έτσι , διαβάζουν με πάρα πολύ αργό ρυθμό, ιδιαίτερα τις πολυσύλλαβες λέξει, ενώ όταν προσπαθούν να διαβάσουν πιο γρήγορα, κάνουν πολλά παραλεξικά λάθη. (Rayner&Pollatsek, 1989. Warrington&Shallice, 1980 )(Αναστασίου, 1998).
1) ΕΙΔΙΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ
Η ειδική δυσλεξία όπως προαναφέρθηκε διακρίνεται στην
v Οπτική δυσλεξία και
v Στην ακουστική δυσλεξία
ΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ Η οπτική δυσλεξία εκδηλώνεται ως δυσκολία στη μάθηση κυρίως διαμέσου της οπτικής λειτουργίας. Ανάμεσα στα έκδηλα χαρακτηριστικά είναι η δυσκολία στη διάκριση σύνθετων σχεδίων, στην αντίληψη και αναπαραγωγή οπτικών ακολουθιών καθώς και πιθανή αδεξιότητα στη γενική κινητικότητα.Τα άτομα, κατά την ανάγνωση συγχέουν λέξεις ή γράμματα που έχουν οπτική ομοιότητα ή καθρεπτική αντιστοιχία. Αντιμετωπίζουν όλες τις λέξεις σαν να τις βλέπουν για πρώτη φορά. Δυσκολεύονται να διαβάσουν τις λέξεις «ολικά» και τις επεξεργάζονται αναλυτικά χρησιμοποιώντας την ανάλυση και σύνθεση, που τους βοηθά ακόμα και στην ανάγνωση ψευδολέξεων. (Burder 1973). Σύμφωνα με τους Johnson & MYKLEBUST (1967), τα άτομα με οπτική δυσλεξία συνήθως δεν μπορούν να μάθουν λέξεις σαν ενιαίο σύνολο. Έχουν προβλήματα με την οπτική διάκριση, μνήμη, σύνθεση και συνοχή λέξεων. Η αντιστροφή των λέξεων ή γραμμάτων όταν διαβάζει, γράφει και συλλαβίζει είναι συχνή. Η ορθογραφημένη γραφή τους χαρακτηρίζεται από πολλά φωνητικά λάθη. Συνήθως γράφουν (λανθασμένα φυσικά) παραβλέποντας τη γραφημική- φωνημική αντιστοιχία. (Κ.Δ. Πόρποδας, 1997, σελ 72-73).
Η οπτική δυσλεξία διακρίνεται σε δυο υπομορφές:
v Τη γραμματική μορφή, στην οποία το παιδί αδυνατεί να αναγνωρίσει μορφή, στην οποία το παιδί αδυνατεί να αναγνωρίσει τα μεμονωμένα γράμματα.
v Τη λεκτική μορφή, όπου το παιδί αναγνωρίζει τα γράμματα, αλλά δυσκολεύεται πολύ στο να συνθέσει τις λέξεις έως και αδυνατεί. (Σερδάρης, 1998).
ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ Η αναγνώριση της ακουστικής δυσλεξία, στηρίζεται στην άποψη ότι η ανάγνωση, παρόλο που σχετίζεται άμεσα με το οπτικό- συμβολικό σύστημα, υποβοηθείται από ακουστικής φύσεως λειτουργίες, όπως η ικανότητα για τη διάκριση ηχητικών ομοιοτήτων ή διαφορών και η ικανότητα σύνθεσης ήχων σε λέξεις και αντίστροφα. Κάθε ελάττωμα αναπόφευκτα θα επηρεάσει την αναγνωστική απόδοση. Τα παιδιά με ακουστική δυσλεξία παρουσιάζουν δυσκολίες στην ανάλυση των λέξεων σε ακουστικές μονάδες συλλαβικής βάσεως και στη σύνθεση συλλαβικών ακουστικών μονάδων σε λεξικά σύνολα με εννοιακό περιεχόμενο. Επίσης μπορεί να υπάρχουν δυσκολίες στη διάκριση των ακουστικών λεπτομερειών και στην αναπαραγωγή ηχητικών ενοτήτων.
Σύμφωνα με τους Johnson & Myklebust (1967), το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα άτομα αυτά, είναι η ανικανότητα τους να αντιληφθούν τις ομοιότητες των αρχικών ή\και τελικών ήχων των λέξεων. Γενικά μπορούν να συνδέουν τις λέξεις με τις έννοιες τους, αλλά έχουν δυσκολίες στη μετατροπή των οπτικών γλωσσικών συμβόλων σε ακουστικά. Δεν μπορούν, δηλαδή να συνδέσουν την ακουστικότητα ισόποσα με το οπτικό αντικείμενο. Τα ακουστικά δυσλεξικά παιδιά διαβάζουν τις λέξεις εκείνες, που μπορούν να συνδέσουν τη γραφημική με τη σημαντική τους παράσταση. (δηλ. την έννοια τους). Η απόδοση του ακουστικά δυσλεξικού παιδιού στη γραφή – ορθογραφία, είναι χαμηλή και μάλιστα κατώτερη από την αναγνωστική του επίδοση. Οι μόνες λέξεις που μπορούν να γραφούν σωστά, είναι εκείνες που υπάρχουν στο οπτικό του λεξιλόγιο. Ανάμεσα στα λάθη που κάνει, είναι η παράλειψη ενδιάμεσων συλλαβών της λέξης, ίσως γιατί δεν μπορεί να διακρίνει όλα τα μέρη του συνόλου της λέξεις. Μερικές φορές συμβαίνει να αντικαθιστά λέξεις, με άλλες που μοιάζουν στο οπτικό τους περίγραμμα. (Boder, 1973) Μετά την εξέταση των χαρακτηριστικών της οπτικής και ακουστικής δυσλεξίας, πρέπει να τονιστεί πως αμιγείς περιπτώσεις του καθενός από αυτούς τους δυο τύπους είναι αδύνατο να υπάρξουν.Σύνηθες φαινόμενο είναι η συνύπαρξη και των δυο τύπων σε κάθε περίπτωση δυσλεξικών. Έτσι ο Ingram (1964) & Border (1973), διέκριναν και μια Τρίτη κατηγορία ειδικής δυσλεξίας, η οποία χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στη λειτουργία και των δυο λειτουργικών καναλιών επεξεργασίας του γραπτού λόγου. Την κατηγορία αυτή την ονόμασαν «μεικτή δυσλεξία» (Πόρποδας, 1997).
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ Η δυσλεξία διακρίνεται σε διάφορες μορφές, ανάλογα με τη βαρύτητα των παθολογικών συμπτωμάτων.Θεωρήθηκε αναγκαία η διάκριση των δυσλεξικών ατόμων σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τη βαρύτητα που εμφανίζουν, για τους εξής λόγους: Η ηλεκτροεγκεφαλογραφική μελέτη του εγκεφάλου του δυσλεξικού, όπου τα στοιχεία των διάφορων παθολογικών ρυθμών είναι όμοια:v Είτε στην ένταση,v Είτε στην κατανομή,v Είτε και στο δυναμικό. Με την κλινική μελέτη της θεραπευτικής προσέγγισης των περιπτώσεων δυσλεξίας, παρατηρήθηκε ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, η εικόνα του δυσλεξικού ατόμου, που προηγούμενα ήταν:v Είτε κάποιας νοητικής υστέρησης,v Είτε κάποιων άλλων παρόμοιων καταστάσεων και συνδρόμων,με σοβαρές συνέπειες σε μαθησιακό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο συμπεριφοράς, μετατρεπόταν και εμφανιζόταν η εικόνα της «κλασικής» δυσλεξίας. (Καρπαθίου, Δάλλα, Μαρρά, 1994).
Έτσι σχηματίστηκαν οι ακόλουθες κατηγορίες δυσλεξίας:
v Ελαφρά δυσλεξία
v Μέση ή κλασική δυσλεξία
v Βαριά δυσλεξίαv Βαρύτατη δυσλεξία
ΕΛΑΦΡΑ ΔΥΣΛΕΞΙΑ
Η κλινική εικόνα της ελαφράς δυσλεξίας χαρακτηρίζεται από:
v Φαινομενικές συγχύσεις συγκεκριμένων ζευγών γραμμάτων, που διαρκούν για μικρό χρονικό διάστημα (Ά δημοτικού).
v Φαινόμενα αναγραμματισμού, τα οποία είναι ελάχιστα και παρατηρούνται μόνο σε δύσκολες και πολυσύλλαβες λέξεις.
v Μικρή χρονική καθυστέρηση στην εκμάθηση της ανάγνωσης (΄Β δημοτικού).
v Μειωμένο σχολικό ενδιαφέρον.
v Δυσχέρειες στα λεκτικά μαθηματικά.
v Χρονικό περιορισμό στην κατανόηση κειμένου μέσω της ακοής.
v Σχεδόν καλή συμπεριφορά.
v Ήπια ψυχολογικά προβλήματα.
v Ελαφριές διαταραχές ύπνου.
v Το παιδί που ανήκει σε αυτή την κατηγορία ασχολείται μόνο με ότι το ενδιαφέρει και όχι με κάποιες συγκεκριμένες και επιβαλλόμενες, από τη σχολική αναγκαιότητα μαθησιακές εργασίες. Δεν διαβάζει σχεδόν καθόλου τα μαθήματα του σχολείου, αλλά αρκείται στην μάθηση από την παράδοση.
v Είναι ιδιαίτερα ζωηρό και στις γενικότερες δραστηριότερες του παρατηρείται κάποια αδεξιότητα στα άκρα.
v Το ποσοστό των κοριτσιών στην ομάδα αυτή είναι σημαντικά αυξημένο, σε ποσοστό 90% έναντι των αγοριών. (Καρπαθίου, Δάλλα, Μαρρά, 1994).
ΜΕΣΗ Ή ΚΛΑΣΙΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ
Η κλινική εικόνα της κλασικής ή μέσης δυσλεξίας χαρακτηρίζεται από:
v Έντονες φαινομενικές της συγχύσεις στα ζεύγη συμφώνων.
v Αρκετά φαινόμενα αναγραμματισμού στις λέξεις είτε στα γράμματα, είτε στις συλλαβές.
v Σημαντική καθυστέρηση στην εκμάθηση της αναγνώσεων.
v Σημαντικές δυσκολίες στην κατανόηση κειμένου, τόσο μέσω της ανάγνωσης όσο και μέσω της ακοής, όπου παρουσιάζονται δυσχέρειες στη σειρά των εννοιών.
v Κακογραφία.
v Ανύπαρκτο σχολικό ενδιαφέρον.
v Διαταραχές συμπεριφοράς.
v Ανήσυχο ύπνο.
v Συχνές αφαιρέσεις.
Το συγκεκριμένο παιδί δεν έχει ενδιαφέροντα. Αναλαμβάνει διάφορες ασχολίες, τις οποίες τις αφήνει στη μέση για να ασχοληθεί με άλλες, με αποτέλεσμα να μην τις τελειώνει ποτέ. Δεν του αρέσουν καθόλου τα βιβλία και οι σχολικές του υποχρεώσεις, αλλά αντίθετα θέλει να πηγαίνει στο σχολείο και να παίζει. Είναι ζωηρό με την ενοχλητική έννοια της λέξεως, έχει αρκετές περίεργες φοβίες και συναισθηματική ανασφάλεια. (Καρπαθίου, Δάλλα, Μαρρά).
ΒΑΡΙΑ ΔΥΣΛΕΞΙΑ
Η κλινική εικόνα της βαριάς δυσλεξίας χαρακτηρίζεται από:
v Εντονότατες φαινομενικές συγχύσεις στα συγκεκριμένα ζεύγη γραμμάτων και πολλές αντικαταστάσεις.
v Σημαντικές δυσκολίες στην αριθμητική.
v Συλλαβική και παθολογικά αργή ανάγνωση.
v Αδυναμία στην κατανόηση κειμένου μέσω της ανάγνωσης και με διαταραχές συγκέντρωσης μέσω της ακοής.
v Κακογραφία, σε σημείο που η γραφή να είναι ακατανόητη.
v Διαταραχές συμπεριφοράς και ψυχολογικά προβλήματα.
v Έντονες διαταραχές του ύπνου.
Το παιδί με βαριά δυσλεξία είναι φαινομενικά κακομαθημένο, ατίθασο και έντονα αδέξιο στις διάφορες δραστηριότητες του. Δεν έχει κανένα σχολικό ενδιαφέρον και όταν αναγκαστεί να διαβάσει χασμουριέται, εμφανίζει αφαιρέσεις και δείχνει πολύ κουρασμένο, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα. Στα πλαίσια της βαριάς δυσλεξίας παρατηρείται μια ποσοστιαία υπεροχή των αγοριών σε σχέση με τα κορίτσια, μεταξύ 80% και 90%. (Καρπαθίου, Δάλλα, Μαρρά, 1994).
ΒΑΡΥΤΑΤΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ
Η κλινική εικόνα της βαρύτητας αυτής μορφής δυσλεξίας, είναι εκείνη η οποία περιγράφεται σαν «Μικρού βαθμού εγκεφαλική δυσλειτουργία» ή «Ελάσσων εγκεφαλική δυσλειτουργία» (Morgan & Keer, 1986). Σε αυτή τη μορφή εκτός από το εντονότατο μαθησιακό πρόβλημα, υπάρχουν και άλλα παθολογικά συμπτώματα, τα οποία δίνουν την εικόνα μιας ελαφριάς νοητικής υστέρησης (Καρπαθίου, Δάλλα, Μαρρά, 1994).