Οι μαθησιακές δυσκολίες αφορούν σε μια ομάδα ανομοιογενών διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με εγγενείς δυσκολίες  σε πρόκτηση και χρήση ικανοτήτων:
v  Ακρόασης
v  Ομιλίας 
v  Ανάγνωσης 
v  Γραφής
v  Μαθηματικών ικανοτήτων.


Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο και αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) (Κουράκης, 1997).
Με τις μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να συνυπάρχουν προβλήματα:
v  Συμπεριφορές αυτοελέγχου
v  Κοινωνικής αντίληψης
v  Κοινωνικής αλληλεπίδρασης (Παντελιάδου, 2000).


Ψάχνοντας κανείς να βρει πως και πότε καθιερώθηκε η χρήση του όρου «δυσλεξία», διαπιστώνει πως το θέμα έχει πηγές του στις περιπτώσεις εγκεφαλικών τραυματισμών.
Συγκεκριμένα από πολύ παλιά είχε παρατηρηθεί πως η αναγνωστική ικανότητα του ανθρώπου ή η απόκτηση της ικανότητας αυτής, επηρεαζόταν αρνητικά από εγκεφαλικές αρρώστιες ή τραύματα. Αργότερα η αναγνώριση της κατάστασης της αφασίας οδήγησε στη διαπίστωση ότι η αφασία ήταν ενδεχόμενο να συνδυαστεί με διάφορες διαταραχές στην προφορική ή και γραπτή γλώσσα. Για τις διαταραχές αυτές χρησιμοποιήθηκε ο όρος «αλεξία» (Vernon 1970  Critchley, 1970 Marshall & Newcombe, 1973), (Πόρποδας, 1997).


Συνεχίζοντας την ιστορική αναδρομή της δυσλεξίας , αξίζει να σημειωθεί ότι το 1917, άρχισε μια περιόδους προβληματισμού και συστηματικής αντιμετώπισης της δυσλεξίας που επρόκειτο να αλλάξει ριζικά και τον προσανατολισμό της επιστημονικής αναζήτησης.
Από τις αρχές της καινούριας περιόδου η συστηματοποίηση της παρατήρησης οδήγησε σε συμπεράσματα, που μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της δυσλεξίας.
Βασισμένος στις συστηματικές παρατηρήσεις του ο Hinshelwood προχώρησε στην εξήγηση του φαινομένου της δυσλεξίας.
Σύμφωνα με αυτή, η δυσλεξία δεν ήταν αποτέλεσμα οργανικής εγκεφαλικής βλάβης, αλλά οφειλόταν σε ελλιπή ανάπτυξη των εγκεφαλικών κέντρων που διευθύνουν τη λειτουργία της οπτικής μνήμης των γραμμάτων και λέξεων, η οποία όμως δεν είχε επηρεάσει τις ικανότητες του συλλογισμού και της ακουστικής μνήμης. 
To 1925, o Aμερικανός νευρολόγος Samuel T. Orton ανακοίνωσε ότι τα παιδιά που είχαν μια ειδική δυσκολία στην ανάγνωση και γραφή, αλλά ήταν ευφυή και δεν είχαν κανένα νευρολογικό πρόβλημα, διακρινόταν από ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως:
v   Αριστεροχειρία
v   Αμφιδεξιότητα
v   Γενική αδεξιότητα
v   Τάση να αναστρέφουν γράμματα και λέξεις στην ανάγνωση και στη γραφή.


Βασισμένος στις παρατηρήσεις του ο Orton απέρριψε τη θεωρία του Hinshelwood και υποστήριξε ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά φαινόμενα οφειλόταν σε μια φυσιολογικής φύσεως διφορούμενη ημισφαιρική κυριαρχία, που ήταν αποτέλεσμα μιας εγκεφαλικής λειτουργικής βλάβης την οποία ονόμασε «στρεφοσυμβολία».
Η ερμηνεία αυτή στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι τα γράμματα και οι λέξεις εντυπώνονται στον εγκέφαλο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε στο αριστερό ημισφαίριο «εγγράφονται» με τον προσανατολισμό και τη θέση που γίνονται αντιληπτά, ενώ στο δεξιό ημισφαίριο τα γράμματα και οι λέξεις εγγράφονται αντίθετα ή καθρεπτικά.


Το συμπέρασμα της θεωρίας του Orton είναι ότι η δυσλεξία οφείλεται:
v   Στη μη ξεκαθαρισμένη κυριαρχία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων
v   Στη δυσκολία απόκτησης της έννοιας της διαδοχής      
v   Και στον ελλιπή συντονισμό των οπτικών κινήσεων (Orton, 1937).
Η θεωρία αυτή αν και δεν έγινε ευρύτερα δεκτή πέτυχε να μεταδώσει τον προβληματισμό προς όλες τις κατευθύνσεις και βοήθησε στο να εκδηλωθούν οι θέσεις και αντιθέσεις γύρω από την έννοια και την εξήγηση της δυσλεξίας (Πόρποδας, 1997).

ΟΡΙΣΜΟΙ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ

Για να αρχίσουμε να μιλάμε για τη δυσλεξία, πρέπει να καταλάβουμε τι είναι η δυσλεξία. Γι’ αυτό θα ξεκινήσουμε αυτό το κεφάλαιο, δίνοντας τους πλέον αποδεκτούς ορισμούς, που επικρατούν σήμερα.
Αρχικά, όμως, πρέπει να αναφερθεί πως είναι δύσκολο να βρεθεί ο <τέλειος> ορισμός για την δυσλεξία.
Το πρόβλημα του ορισμού της δυσλεξίας είναι στενά συνυφασμένο με τις ποικίλες εκφάνσεις της. Συχνά λέγεται ότι η δυσλεξία έχει πολλά «πρόσωπα». Με άλλα λόγια, οι δυσκολίες που σηματοδοτούν τη δυσλεξία διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Ο βαθμός των δυσκολιών αυτών ποικίλλει. Άλλα άτομα εκδηλώνουν τις δυσκολίες αυτές έντονα, άλλα σε μέτριο και άλλα σε πολύ μικρό βαθμό και οριακά (Αναστασίου, 1998).

Η Βρετανική εταιρία δυσλεξίας (1997), η πιο ισχυρή οργάνωση στη Βρετάνια για τη βοήθεια των δυσλεξικών προσώπων, δίνει τον εξής ορισμό:
«Δυσλεξία είναι μια σύνθετη, νευρολογική κατάσταση που έχει ιδιοσυστασιακή προέλευση. Τα συμπτώματα μπορεί να επηρεάζουν πολλούς τομείς της μάθησης και της δραστηριότητας, και μπορεί να περιγραφεί ως ειδική δυσκολία στην ανάγνωση, την ορθογραφία και τη γραπτή γλώσσα. Ένας ή περισσότεροι από τους τομείς αυτούς μπορεί να επηρεάζονται. Ο χειρισμός των αριθμών και των μουσικών σημείων, οι κινητικές λειτουργίες και οι οργανωτικές δεξιότητες μπορεί ακόμη να εμπλέκονται. Ωστόσο, σχετίζεται ιδιαίτερα με τον έλεγχο του γραπτού λόγου, αν και ο προφορικός λόγος επηρεάζεται σε κάποιο βαθμό.»  (Αναστασίου, 1998, Jacobson).


Επίσης, είναι χαρακτηριστικός ο ορισμός της αμερικάνικης εταιρίας δυσλεξίας Orton Society (1994): «Η Δυσλεξία είναι μία νευρολογικής φύσεως, συχνά οικογενειακή διαταραχή, που έχει σχέση με την κατάσταση και την επεξεργασία του λόγου. Ποικίλλει ως προς το βαθμό σοβαρότητας, εκδηλώνεται με δυσκολίες στην πρόσληψη της γλώσσας και τη γλωσσική έκφραση, συμπεριλαμβανομένης της φωνολογικής επεξεργασίας, με δυσκολία στην ανάγνωση, τη γραφή, την ορθογραφία και μερικές φορές την αριθμητική. Η δυσλεξία δεν οφείλεται σε έλλειψη κινήτρων, σε αισθητηριακές βλάβες, σε ακατάλληλη διδασκαλία ή σε απρόσφορες συνθήκες περιβάλλοντος, ωστόσο μπορεί να συνυπάρχει με αυτές τις καταστάσεις. Αν και η δυσλεξία είναι ένα πρόβλημα που το αντιμετωπίζουν τα άτομα σε όλη τους τη ζωή., κάποια δυσλεξικά άτομα συχνά ανταποκρίνονται επιτυχώς στην έγκαιρη και κατάλληλη παρέμβαση» (Αναστασίου, 1998, Pumfey, 1995, 1997 a-Thomson, 1997).


Ο ορισμός της δυσλεξίας, από ιατρικής πλευράς , είναι οι εξής: Εγγενής αδυναμία στην εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής από μαθητές με κανονική νοημοσύνη και, αλλιώς με κανονικό νευρολογικό εύρημα. (Μάρκου 1998, Pschyrempel-Medizin, 1985).


Συναντάμε, επίσης, τον ακόλουθο ορισμό: «Δυσλεξία σημαίνει εξαιρετική δυσκολία στην επεξεργασία του γραπτού λόγου και κατά συνέπεια δυσκολία στην ανάγνωση, δυσανάλογα επίμονη προς την ηλικία και το νοητικό δυναμικό του μαθητή, και επίσης επίμονη αδυναμία στην εκμάθηση της ορθογραφίας των λέξεων και στην αυτοματοποίηση της ορθογραφικής ικανότητας» (Μαυρομάτη, 1995).


Σημαντικός ν’ αναφερθεί είναι και ο εξής ορισμός: «Δυσλεξία ονομάζουμε την ειδική μαθησιακή δυσκολία στο λόγο και την ορίζουμε ως δυσχέρεια στην επεξεργασία του λόγου. Πρόκειται για δυσχέρεια που εκδηλώνεται σε όλες τις πλευρές της γλωσσικές λειτουργίες: την ανάγνωση, την κατανόηση, τη γραφή και την έκφραση, τόσο στο γραπτό όσο και τον προφορικό λόγο. Το γεγονός ότι τα συμπτώματα μπορεί να εμφανίζονται πιο έκδηλα και πιο έντονα σε κάποιες πλευρές, είναι ακριβώς αυτό που προσδίδει την ιδιαιτερότητα σε κάθε δυσλεξικό παιδί» (Ζάχος, 1998).


Συναντούμε επίσης τον εξής ορισμό: «Δυσλεξία είναι μία από τις διάφορες διακριτές μαθησιακές δυσκολίες. Είναι μια συγκεκριμένη δυσλειτουργία που βασίζεται στο λόγο και χαρακτηρίζεται από ιδιοσυστατικές δυσκολίες στην αποκωδικοποίηση μιας λέξης, που συνήθως αντανακλούν ανεπάρκεια φωνολογικής διαδικασίας. Αυτές οι δυσκολίες στην αποκωδικοποίηση των απλών λέξεων, είναι συχνά άσχετες με την ηλικία και με άλλες γνωστικές και ακαδημαϊκές ικανότητες. Δεν είναι αποτέλεσμα γενικευμένης αναπτυξιακής ανικανότητας ή αισθητικής ανεπάρκειας. Η δυσλεξία είναι σύμπλεγμα από ποικίλες δυσκολίες, με διαφορετικές μορφές της γλώσσας που συνήθως περιλαμβάνουν προβλήματα με τη ανάγνωση και συνεχόμενο πρόβλημα με την επίκτητη επάρκεια στο γράψιμο και στο συλλαβισμό.» (The Orton Dyslexia Society Research Committee, April 1994, Education Today, 1998).


Το 1970, ο Dr. Macdonald Critchley, επίτροπος της Παγκόσμιας  Οργάνωσης των Νευρολόγων, όρισε τη δυσλεξία ως «μια δυσλειτουργία χαρακτηριζόμενη από δυσκολία στη μάθηση ή την ανάγνωση, πέρα από τη συμβατική καθοδήγηση, με επαρκή ευφυΐα και κοινωνικοπολιτιστικές ευκαιρίες, που εξαρτώνται από θεμελιώδεις μαθησιακές δυσκολίες, που είναι συχνό του συγκροτημένου χαρακτήρα».  


Η Margeret Rawson (1995), στα 95 της χρόνια, ασχολούμενη πάνω από 55 χρόνια με αυτόν τον τομέα, έγραψε σχετικά με το ζήτημα του ορισμού ότι υπάρχουν έννοιες, όπως η ίδια η γλώσσα, για τις οποίες θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο καθένας ξέρει τι είναι, αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει ένα σφαιρικό ορισμό γι’ αυτές. Η εμπειρία με έπεισε ότι η δυσλεξία είναι μία τέτοια έννοια (Αναστασίου, 1998).