Η λέξη «δυσλεξία» χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως ένας γενικός όρος περιγραφής διαφόρων  μαθησιακών προβλημάτων. Τελικά αυτά  τα προβλήματα χωρίστηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν  για να περιγράψουν διαφορετικά είδη δυσκολιών. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος  θα μπορούσαμε να αποκαλέσουν τη δυσλεξία «μητέρα  των μαθησιακών προβλημάτων» (Ντεϊβις, 1998).


Ο όρος «Μαθησιακές δυσκολίες», πρωτοεμφανίστηκε το 1963, από τον Samuel Kirk και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει διαταραχές  σε μία ή περισσότερες από τις βασικές ψυχολογικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα κατά την κατανόηση ή χρησιμοποίηση της προφορικής ή και γραπτής γλώσσας.
Οι διαδικασίες αυτές συμπεριλαμβάνουν τη μνήμη , την ακουστική ή οπτική αντίληψη και τη σκέψη (Αθανασιάδη, 2001).

Οι μαθησιακές δυσκολίες αφορούν σε μια ομάδα ανομοιογενών διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με εγγενείς δυσκολίες  σε πρόκτηση και χρήση ικανοτήτων:

  • Ακρόασης
  • Ομιλίας 

Ανάγνωσης 

Γραφής

  • Μαθηματικών ικανοτήτων

Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο και αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) (Κουράκης, 1997).

Με τις μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να συνυπάρχουν προβλήματα:

  •  Συμπεριφορές αυτοελέγχου
  • Κοινωνικής αντίληψης
  • Κοινωνικής αλληλεπίδρασης

(Παντελιάδου, 2000).

Ψάχνοντας κανείς να βρει πως και πότε καθιερώθηκε η χρήση του όρου «δυσλεξία», διαπιστώνει πως το θέμα έχει πηγές του στις περιπτώσεις εγκεφαλικών τραυματισμών.

Συγκεκριμένα από πολύ παλιά είχε παρατηρηθεί πως η αναγνωστική ικανότητα του ανθρώπου ή η απόκτηση της ικανότητας αυτής, επηρεαζόταν αρνητικά από εγκεφαλικές αρρώστιες ή τραύματα. Αργότερα η αναγνώριση της κατάστασης της αφασίας οδήγησε στη διαπίστωση ότι η αφασία ήταν ενδεχόμενο να συνδυαστεί με διάφορες διαταραχές στην προφορική ή και γραπτή γλώσσα. Για τις διαταραχές αυτές χρησιμοποιήθηκε ο όρος «αλεξία» (Vernon 1970  Critchley, 1970 Marshall & Newcombe, 1973), (Πόρποδας, 1997).

Συνεχίζοντας την ιστορική αναδρομή της δυσλεξίας , αξίζει να σημειωθεί ότι το 1917, άρχισε μια περιόδους προβληματισμού και συστηματικής αντιμετώπισης της δυσλεξίας που επρόκειτο να αλλάξει ριζικά και τον προσανατολισμό της επιστημονικής αναζήτησης.

Από τις αρχές της καινούριας περιόδου η συστηματοποίηση της παρατήρησης οδήγησε σε συμπεράσματα, που μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της δυσλεξίας.

Βασισμένος στις συστηματικές παρατηρήσεις του ο Hinshelwood προχώρησε στην εξήγηση του φαινομένου της δυσλεξίας.

Σύμφωνα με αυτή, η δυσλεξία δεν ήταν αποτέλεσμα οργανικής εγκεφαλικής βλάβης, αλλά οφειλόταν σε ελλιπή ανάπτυξη των εγκεφαλικών κέντρων που διευθύνουν τη λειτουργία της οπτικής μνήμης των γραμμάτων και λέξεων, η οποία όμως δεν είχε επηρεάσει τις ικανότητες του συλλογισμού και της ακουστικής μνήμης. 

To 1925, o Aμερικανός νευρολόγος Samuel T. Orton ανακοίνωσε ότι τα παιδιά που είχαν μια ειδική δυσκολία στην ανάγνωση και γραφή, αλλά ήταν ευφυή και δεν είχαν κανένα νευρολογικό πρόβλημα, διακρινόταν από ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως:

  •   Αριστεροχειρία
  •  Αμφιδεξιότητα
  • Γενική αδεξιότητα
  • Τάση να αναστρέφουν γράμματα και λέξεις στην ανάγνωση και στη γραφή

Βασισμένος στις παρατηρήσεις του ο Orton απέρριψε τη θεωρία του Hinshelwood και υποστήριξε ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά φαινόμενα οφειλόταν σε μια φυσιολογικής φύσεως διφορούμενη ημισφαιρική κυριαρχία, που ήταν αποτέλεσμα μιας εγκεφαλικής λειτουργικής βλάβης την οποία ονόμασε «στρεφοσυμβολία».


Η ερμηνεία αυτή στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι τα γράμματα και οι λέξεις εντυπώνονται στον εγκέφαλο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε στο αριστερό ημισφαίριο «εγγράφονται» με τον προσανατολισμό και τη θέση που γίνονται αντιληπτά, ενώ στο δεξιό ημισφαίριο τα γράμματα και οι λέξεις εγγράφονται αντίθετα ή καθρεπτικά.

Το συμπέρασμα της θεωρίας του Orton είναι ότι η δυσλεξία οφείλεται:

  •   Στη μη ξεκαθαρισμένη κυριαρχία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων
  •  Στη δυσκολία απόκτησης της έννοιας της διαδοχής      
  •  Και στον ελλιπή συντονισμό των οπτικών κινήσεων (Orton, 1937).

Η θεωρία αυτή αν και δεν έγινε ευρύτερα δεκτή πέτυχε να μεταδώσει τον προβληματισμό προς όλες τις κατευθύνσεις και βοήθησε στο να εκδηλωθούν οι θέσεις και αντιθέσεις γύρω από την έννοια και την εξήγηση της δυσλεξίας (Πόρποδας, 1997).